- τερψικάρδιος
- -α, -ο, Ντερψίθυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. τλησι-κάρδιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικηφ. Γλυκά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
τερψικαρδία — η Ν [τερψικάρδιος] τερψιθυμία … Dictionary of Greek